σμύρνιο

σμύρνιο
το / σμύρνιον, ΝΑ [σμύρνα]
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια απιίδες ή σκιαδοφόρα τής τάξης κορνώδη, με 8 περίπου είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν 4, με γνωστότερο και σημαντικότερο το Smyrnium olusatrum, κν. γνωστό σήμερα ως αγριοσέλινο, αγριόσμερνο, μαυροσέλινο ή σμυρνιά, το οποίο καλλιεργούσαν ευρύτατα στο παρελθόν και χρησιμοποιούσαν ως σαλατικό ή αρτυματικό, προτού διαδοθεί στην Ευρώπη το σέλινο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σμυρνιά — η, Ν το φυτό σμύρνιο, αλλ. αγριοσέλινο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού σμύρνιο, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • ακαρόνι — το Βοτ. κοινή ονομασία, στη Σίφνο, τού είδους Asphodelus microcarpus τού γένους Ασφόδελος και στην Τήνο τού είδους Smyrnium olusatrum τού γένους Σμύρνιο …   Dictionary of Greek

  • μαυροσέλινο — το βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Smyrnium olusatrum τού γένους σμύρνιο, αλλ. αγριοσέλινο ή σμυρνιά …   Dictionary of Greek

  • σμυρνείον — τὸ, Α [σμύρνα] το σμύρνιο …   Dictionary of Greek

  • σμυρνοβότανον — τὸ, Μ το φυτό σμύρνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμύρνα + βότανο] …   Dictionary of Greek

  • χοντρολίβανο — το, Ν βοτ. κοινή ονομασία είδους τού φυτού σμύρνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”